Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Β. ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ                                                                          

ΑΝΤΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ

ΓΕΝΙΚΑ

Ι

Στις θεωρητικές επεξεργασίες μας σημαντική θέση καταλαμβάνουν οι αναλύσεις μας για τους καλλιτέχνες της πρωτοπορίας, Στέρη, Τζιακομέττι (αλλά σε μικρότερη κλίμακα και για άλλους ευρωπαίους και Αμερικάνους μοντέρνους καλλιτέχνες). Ιδιαίτερη όμως, ακόμη και κεντρική θέση έχει η μελέτη μας για το μεγάλο Έλληνα γλύπτη τη πρωτοπορίας Γ. Σκλάβο, η οποία συνίσταται σε μία εκτενή ανάλυση της ζωής και του έργου του, σε συνδυασμό με την κριτική προσέγγιση των κοινωνικών και ιδεολογικών συνθηκών της εποχής του και βέβαια σε στενή συσχέτιση με την ιστορία της μοντέρνας τέχνης. Με το κείμενά1* μας αυτά προσπαθούμε ν’αναδείξουμε και να φωτίσουμε τη δύσκολη, αν όχι μοναδική, περίπτωση της προσωπικότητας (κοινωνική βιογραφία) του καλλιτέχνη, η οποία ήταν στενά συνυφασμένη με την ανελεικτική πορεία του έργου του, με την ίδια τη φυσιογνωμία και την πρωτοπόρα ιδιοσυγκρασία του, θεωρώντας την μάλιστα ως ταυτιζόμενη με αυτό. Τραγικότητα, αφαίρεση, μοντερνισμός, πρωτοπορία, ιστορικότητα είναι μερικές από τις πτυχές του δύσβατου και δυσανάγωστου έργου του Σκλάβου, που αλληλoσυμπλέκονται διαλεκτικά και συνιστούν το όλον Σκλάβος. Στη συνέχεια με τη δημοσίευση και άλλων άρθρων και με εισηγήσεις σε συνέδρια για τον Σκλάβο και το έργο του προσπαθήσαμε να επεκτείνουμε την προβληματική μας και να ανασυνθέσουμε διαλεκτικά την ούτως ή άλλως δύσκολα συλλήψιμη ολότητα του έργου και του τραγικού είναι του, που ουσιαστικά ήταν ένα. Παρόλα αυτά επισημαίνουμε ότι το όλον Σκλάβος παραμένει ακόμη εν πολλοίς ασύλληπτο, καθόσον λείπουν πολλά στοιχεία από τη βιογραφία του, ενώ το έργο του δεν έχει εκτεθεί επαρκώς και η πρόσβαση στην ολότητά του ακόμη είναι αδύνατη. Συγχρόνως η κατά το δυνατό συστηματική, πλήρης, ολική θεώρηση  - θεωρητικοποίησή του επιβάλλεται. Μάλιστα, αν θέλουμε να φθάσουμε στην πολυδιάστατη  ολότητα του είναι και της τέχνης του, μόνο μέσα από μια Μετακριτική-Μετα-αισθητική προσέγγιση – θεωρητικοποίηση, επικεντρωμένη στην έννοια της κριτικής διεπιστημονικότητας, της αλληλόδρασης, της αλληλοεπίδρασης, της συνθετότητας, με όρους πάντα μοντέρνους θα καταστεί αυτή δυνατή, ανοίγοντας συγχρόνως ένα ευρύτατο και ανοιχτό νέο πεδίο ερευνών τόσο αναφορικά με τον Σκλάβο και το έργο του, όσο και γενικότερα. Η μετακριτική και η μετα-αισθητική, όπως τις έχουμε ήδη διαμορφώσει1 αποδίδουν πολύ σοβαρά  επιστημονικά αποτελέσματα για τη γνώση του πραγματικού και του επιστητού. Ειδικότερα δε του αισθητικού σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης.

Το ίδιο απομένει να γίνει και με το έργο του Σκλάβου, έργο αναφορά της μοντέρνας και αφηρημένης τέχνης, και που επί πλέον άνοιξε το δρόμο και προς μια μορφή σύγχρονης εκδοχής διάρκειας ακόμη και αιωνιότητας, όπως θα ήθελαν και οι Στωϊκοί, ξεπερνώντας έτσι σε ένα σημαντικό βαθμό την δεσμευτική ή και ανελαστική ιστορικότητα (και βέβαια τις ευμετάβλητες και ουσιαστικά αλλοτριωμένες και αλλοτριωτικές τάσεις της μόδας). Και αυτή η νέα σύλληψη της χρονικότητας, χωρίς να είναι αχρονική (atemporelle), είναι πάντοτε δυνατή, πολύπλοκη, απελευθερωτική από την αλλοτριωτική συγκυρία, όπως είχε επισημάνει και ο Σατλέ.

 

II

Τo βιβλίο μας για τον Σκλάβο στην πρώτη του έκδοση Παρουσία2, που είναι ένα μέρος2* από τη διατριβή μας, ασχολείται συστηματικά με τη μελέτη του έργου του. Αυτή η εργασία, ενώ παρουσιάζεται ως μονογραφία, δεν είναι παραδοσιακή μονογραφία. Αντίθετα έχει μία δοκιμιακή μορφή, η οποία στοχεύει στη δημιουργία ενός αισθητικού μοντέλου για τη διερεύνηση, τη μελέτη και τέλος την κατανόηση του εξαιρετικής σημασίας και, από μερικές απόψεις, παραδειγματικού -με την επιστημολογική σημασία του όρου - έργου του Σκλάβου, όσο και της ιδιομορφίας του, στο βαθμό που ήταν μοντέρνος και κλασσικός, αλλά και που όλη η καλλιτεχνική πρακτική του διαμεσολαβούνταν από την έντονη, τη βαθύτατη τραγικότητα του3*.

Το προτεινόμενο μοντέλο στοχεύει ακόμη στη διερεύνηση του θέματος το υλικό4* στη μοντέρνα γλυπτική (ή το γλυπτικό υλικό), πού είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της μοντέρνας αισθητικής. Η πλήρης τεκμηρίωση και έκθεσή του βρίσκεται στα δύο πρώτα κεφάλαια της διατριβής μας και θεμελιώνεται στην: α) ιστορία της νεώτερης αισθητικής, αρχής γενομένης από το έργο του νεαρού Λούκατς, και περνά από το έργο του Μπένζαμιν, του Αντόρνο και του Γκολντμάν5*, β) στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης, και ιδιαίτερα της μοντέρνας γλυπτικής. (Ένα σημαντικό κομμάτι από την ανάπτυξη αυτού του θέματος δεν το έχουμε συμπεριλάβει στη διατριβή, ούτε το έχουμε δημοσιεύσει, ενώ αντίθετα έχουμε κάνει πολλές παραδόσεις στο πλαίσιο των διαφόρων μαθημάτων και σεμιναρίων μας. Παράλληλα, εντάσσουμε τη διερεύνηση τού υλικού στη μοντέρνα γλυπτική σε μία γενικότερη αισθητική και κοινωνιολογική έρευνα που έχουμε αρχίσει εδώ και αρκετά χρόνια, με θέμα «Η μοντερνιτέ στη γλυπτική», και την οποία συνεχίσαμε κυρίως μέσω των μαθημάτων μας).

Η σύλληψη αυτού του ερμηνευτικού αισθητικού μοντέλου, αποτέλεσμα μακρόχρονων ερευνών που κάναμε στο χώρο της κοινωνιολογίας της τέχνης και της αισθητικής, πριν καταλήξουμε στη συγκεκριμένη μορφοποίησή του, μας επέτρεψε στη συνέχεια να επεκτείνουμε το πεδίο των ερευνών μας και σε άλλους μοντέρνους καλλιτέχνες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο  αποπειραθήκαμε και τη μελέτη επί σειρά ετών του έργου τού Α. Τζιακομέττι3 και συγχρόνως αναδείξαμε την ιδιομορφία της μοντέρνας γλυπτικής, καθώς και τις γνωσιολογικές, κοινωνιολογικές και αισθητικές ιδιαιτερότητες πού έχει η εργασία στη μοντέρνα γλυπτική, ξεκινώντας από την μαρξική ανάλυση της κοινωνικής εργασίας και της γνωσιολογικής-επικοινωνιακής συνισταμένης της, σύμφωνα με τον Χάμερμπας4. Στη συνέχεια εργαστήκαμε πάνω στο έργο του Στέρη και εκδώσαμε μια μικρή μελέτη5, ενώ δεν σταματήσαμε να εργαζόμαστε στο χώρο της αισθητικής, της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας της τέχνης και της κουλτούρας, με προοπτική την επεξεργασία μιας σφαιρικής θεωρίας, γεγονός που σε ένα σημαντικό βαθμό μπορούμε να πούμε ότι το πετύχαμε.   (Βλ. τις διάφορες δημοσιεύσεις μας που αναφέρουμε σε άλλο σημείο). Παρεμπιπτόντως αναφέρουμε ότι η έννοια της σφαιρικής θεωρίας δεν υπάρχει στον Αντόρνο. Στις συνθήκες παγκοσμιοποίησης που μπήκε  όμως η κοινωνία αναπόδραστα, με όλες τις ανεξίτηλες αρνητικές επιπτώσεις και κυρίως τις έντονα ενδογενείς διαλυτικές  τάσεις της, μόνο η σφαιρική θεωρία (globale theory) που αναδείχθηκε εν τω μεταξύ ως απάντηση στις νέες απαιτήσεις της έρευνας και κυρίως της αναγκαιότητας σύλληψης του ιστορικοκοινωνικού γίγνεσθαι σφαιρικά, έπρεπε και η κοινωνική θεωρία να αναπροσαρμοστεί κριτικά και να διευρυνθεί, να σφαιρικοποιηθεί, για να χρησιμοποιήσουμε ένα  νεολογισμό, χωρίς να χάσει τη διαλεκτική και κριτική ψυχή της6. Και αυτή η μετακριτική-μετααισθητική σφαιρική σύλληψη, θεώρηση, θεωρητικοποίηση του έργου του Σκλάβου, πιστεύουμε ότι αναδεικνύει πλέον αυτό το έργο σε όλη την πολυμορφία, τη μοναδική πολυπλοκότητα, τον πλούτο, το μεγαλείο του.

Το έργο του Σκλάβου επαναθεωρητικοποιείται έτσι κριτικά και μετακριτικά – αισθητικά και σπάει τα δεσμά του χρόνου της εποχής που το κρατούσε όμηρο στις αμφιβολίες, στους ενδοιασμούς, στις φοβίες που προκαλούσε η πορεία ανάδειξης και επικυριαρχίας του ύστερου  καπιταλισμού πάντα στη συνέχεια της Αντίστασης. Επαναθεωρημένο το έργο του Σκλάβου λοιπόν  σήμερα μετακριτικά, αναδεικνύει την υπέρβαση που είχε κατορθώσει να δημιουργήσει, το ξεπέρασμα του αλλοτριωτικού χρόνου, των εμποδίων (contraintes) της εποχής του. Να πάει πέραν (au-delà), από αυτές να φθάσει σε μια πρωτόγνωρη, θα λέγαμε με τα κριτήρια της εποχής, σφαιρικότητα και παγκοσμιότητα νοημάτων, μορφών, μηνυμάτων.

Συμπερασματικά, θα θέλαμε να κάνουμε την εξής παρατήρηση-διαπίστωση,  καταστάλαγμα της μακρόχρονης και συστηματικής έρευνας μας: Από μεθοδολογική άποψη και στο βαθμό που κάποιος στηρίζεται στη γνώση τουλάχιστον της μοντέρνας αισθητικής (νεαρός Λούκατς, Μπένζαμιν, Αντόρνο, Γκολντμάν), δεν αντιμετωπίζει κάποιο πολύ σημαντικό πρόβλημα για την προσέγγιση της μοντέρνας τέχνης, ιστορικής και νεότερης. Τα προβλήματα αρχίζουν από τη στιγμή πού η έρευνα επεκτείνεται και σε θέματα κουλτούρας, δεδομένου ότι το πέρασμα από την τέχνη και την αισθητική στην κουλτούρα και στη φιλοσοφία της κουλτούρας, αντίστοιχα, είναι μία δύσκολη υπόθεση, περικλείει εντάσεις, ακόμη και αντιθέσεις. Η κουλτούρα είναι κατά πολύ πιο σύνθετη, πολύπλοκη και αντινομική οντότητα, όπως το έχουμε δείξει στο Μοντερνισμός και κουλτούρα7, χρειάζεται νέα μοντέλα, και επιπλέον οι έρευνες και οι μελέτες που έχουν γίνει μέχρι τώρα, ακόμη και από τη Σχολή της Φρανκφούρτης, δεν επαρκούν. Και το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο δύσκολο, αν οι δομές της τέχνης και κυρίως της κουλτούρας αναχθούν σε γενικότερες και σφαιρικότερες δομές, όπως προέτρεπε ο Γκολντμάν, όπως αυτές της ιστορίας του πολιτισμού. Από την άλλη, το πέρασμα από τη σφαιρική δομή, μέσω των δομών της μοντέρνας τέχνης, μέχρι τη μικροδομή (π.χ. ένα έργο τέχνης), διαδικασία που επιβάλλεται από μία σωστή και διαλεκτική σύλληψη τού κοινωνικού και πολιτισμικού γίγνεσθαι, όπως το έχουν δείξει ο Γκολντμάν και ο Αντόρνο, επίσης δεν είναι μία εύκολη υπόθεση. Και μερικά από αυτά τα δύσκολα θέματα προσπαθούμε να διερευνήσουμε για πρώτη φορά εδώ μετά από μακρόχρονες έρευνες όσον αφορά τον Σκλάβο και το έργο του στη συνέχεια.

 

ΙΙΙ

Μέσα από την συστηματική εργασία μας για τον Σκλάβο ο στόχος μας είναι να καταλήξουμε σε μια κατά το δυνατό συνθετική μελέτη για το σημαντικότερο ίσως Έλληνα γλύπτη της πρωτοπορίας. Ο Σκλάβος στα πλαίσια της  Σχολής του Παρισιού, σε μια μεταβατική  και συγχρόνως άκρως δημιουργική περίοδο (δεκαετία του 1950-60), βρίσκεται σε διαρκή  αναζήτηση του νέου, με έντονη τη ριζοσπαστική κριτική, ως διεθνιστής έλληνας καλλιτέχνης της διασποράς. Υπ’ αυτή την έννοια, έχει  δημιουργήσει μια κοινωνική και πολιτιστική εισφορά με το έργο και το παράδειγμά του, που δυστυχώς δεν έχει γίνει ακόμη ευρύτερα αντιληπτή.

Ο Σκλάβος ήταν ο κατ’ εξοχήν, ο εξ ορισμού πρωτοπόρος καλλιτέχνης τη δεκαετία του ’60. Από την άποψη αυτή έχουν ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του έργου του τα δεδομένα, πολιτιστικά, καλλιτεχνικά, ιδεολογικά, κοινωνικά κ.τ.λ., αυτής της δεκαετίας. Ένα δε από τα  κυριότερα προβλήματα που απασχολεί τον Σκλάβο, ένα μοναχικό καλλιτέχνη, με έντονη την τραγικότητα της αναζήτησής του – και ελπίζουμε ότι έχουμε αναδείξει αρκετά αυτή του τη συνιστώσα – είναι, λοιπόν, η διαρκής αναζήτηση του ουσιαστικού, του μόνιμου, του στέρεου, του κλασικού, αλλά και του μοντέρνου, μέσα σ’ έναν κόσμο που βγαίνει από την τραυματική εμπειρία του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Η υπαρξιακή αγωνία του είναι εντονότατη, όπως και η αναζήτηση του νοήματος. Ο μοναχικός του διάλογος με την κοινωνία, τη φύση και τον κόσμο τον οδηγεί, όμως, σε ένα αξεπέραστο αδιέξοδο, αν και η καλλιτεχνική του πρακτική είναι αρκετά νεωτερική, μ’ όλη τη σημασία της λέξης και σ’ όλα τα επίπεδα της δημιουργίας, καθώς και αποδοτική, με την έννοια ότι το έργο του, μόλις μέσα σε επτά-δέκα χρόνια αναδεικνύεται σε μοναδικό, ίσως δε και ιστορικής σημασίας. Η εισφορά του δε για την κατανόηση μιας μη κατανοήσιμης ή και μη δυνάμενης να κατανοηθεί κοινωνίας, μέσα σ’ όλη την τραγικότητα του εγχειρήματός του (και θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτό δημιουργήθηκε μέσα στην τραγικότητα των αδιεξόδων που συσσωρεύονταν προοδευτικά σ’ όλες τις μοντέρνες και πρωτοποριακές εμπειρίες και πρακτικές) είναι εξαιρετικής σημασίας, από την άποψη, ακριβώς, ότι συμπίπτει με μια καμπή, όπως θα έλεγε ο Γκολντμάν, της (τότε) κοινωνίας στην αναπόδραστη πορεία της προς την εξαφάνιση κάθε αυθεντικότητας, προς την κυριαρχία της γενικευμένης μη-αυθεντικότητας (inauthenticité). Η πορεία της κοινωνίας προς την τεχνοκρατικοποίηση, την αποδοχή της κατάφασης και μόνο, την ενσωμάτωση και τη γραφειοκρατικοποίηση προς το τέλος της δεκαετίας του ’60, έκανε ένα ποιοτικό άλμα, και αυτό παρά το διάλειμμα του Μάη του ’68, και τα κινήματα αμφισβήτησης που προκάλεσε. Η ύστερη κοσμολογική, σ’ ένα πολύ σημαντικό βαθμό, σκέψη του Σκλάβου, καθώς και η πρωτομοντερνιστική-ανιμιστική αντίληψή του για την ύλη, χάνουν έτσι το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, μεταφορικά και κυριολεκτικά μιλώντας. Το μη-νόημα ή και η ανυπαρξία νοήματος προοδευτικά κυριαρχούν μέσα σ’ έναν περιβάλλοντα κόσμο όλο και περισσότερο κομφορμιστικό, χωρίς καμία ανησυχία ή προβληματισμό, εξαρτώμενο όλο και περισσότερο από τους μάνατζερς της κουλτούρας. Η βιομηχανία της κουλτούρας απλώνει σιγά-σιγά τα αποστειρωτικά, για την αυθεντική δημιουργία, πλοκάμια της παντού.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, το τραγικό τέλος του Σκλάβου σημειώνει την ήττα της μαχόμενης πρωτοπόρας σκέψης και τέχνης απέναντι στη νέα πολιτιστική και ιδεολογικά αποπνικτική τάξη πραγμάτων.

Η τέχνη που ακολούθησε τον Σκλάβο μέσα στις νέες συνθήκες, είναι πολύ κατώτερη από τη γλυπτική του.  Η  μάχη που έδωσε ο Σκλάβος ενάντια στην αλλοτρίωση, την πραγμοποίηση, την ορθολογικοποίηση, την ενσωμάτωση, το ίδιο το σύστημα σε όλες τις εκφράσεις και εκφάνσεις του είναι ιστορικά  μοναδική, πολυεπίπεδη, ολική, απολυτη. Προσπαθεί αγωνιωδώς να αισθητοποιήσει το νόημα ή τη διαπάλη νοήματος και μη νοήματος, αλλά το μη-νόημα, η έλλειψη δηλαδή νοήματος, καθώς και η πλήρης έλλειψη επικοινωνίας που προοδευτικά επιβλήθηκε μέσα στις διαμορφωμένες συνθήκες που αναφέραμε πριν, τείνει να επικυριαρχήσει, και ήδη αποτυπώνει τα ίχνη της στο ύστερο έργο του Σκλάβου.

Η αποσπασματικότητα δεν περιορίζεται στην ύπαρξη του κενού6* και του πλήρους σε μια διαλεκτική σχέση, αλλά αποκτά ακραίες μορφές. Από την άλλη, η νεώτερη τέχνη που ακολούθησε μέσα σε συνθήκες έντονης κοινωνικής και ιδε­ολογικής κρίσης που ζει η κοινωνία από το 1973-74 κι εδώ, προσπαθεί να αισθητο­ποιήσει, συγχρόνως με την αισθητοποίηση της προϊούσας έλλειψης νοήματος, και την αποσπασματοποίηση ενός κόσμου που έγινε ήδη αποσπασματικός, αδιάφορος, ανήμπορος να δράσει και ν’ αντιδράσει. Στο έργο της δεν υπάρ­χει η αναζήτηση του νοήματος, από τη στιγμή που αυτό κατέληξε να γίνει αδύνατο, ακόμη και ανύπαρ­κτο, αλλά η αναζήτηση μιας δύσκολα πραγματοποιούμενης επικοινωνίας μεταξύ θραυσμάτων μιας κοι­νωνικής πραγματικότητας σε συνεχή παρεκτροπή προς την ύστατη αλλοτρίωση. Και απ’ αυτήν την άποψη, το όλο εγχείρημα της νεώτερης μοντέρνας τέχνης προσλαμβάνει ακόμη πιο τραγικές διαστάσεις απ’ αυτές του Σκλάβου. Παρ’ όλα αυτά, επιβιώνει. Όμως δεν ελπίζει σε τίποτε, παρά, εννοείται, την αναζήτησή της, ούτε αναζητά το ξεπέρασμα. Η τραγικότητά της αυτή, με άλλα λόγια, της επιτρέπει να δημιουργεί μέσα σ’ έναν κόσμο όλο και περισσότερο αποικιοποιημένο εσωτερικά, όπως λέει ο Χάμπερμας, επειδή είναι εξωτερική σ’ αυτόν – έχει δηλαδή ωθηθεί έξω απ’ αυτήν και πλέον τείνει να γίνει πλέον  εξωτερική. Για πόσο καιρό, όμως, ακόμη ουσιαστικά θα κρατήσει αυτή η νέα μη-ύπαρξη; Συγχρόνως, η αισθητοποίηση του μη – νοήματος, που η μοντέρνα τέχνη  αποπειράται συστηματικά, μέσα σε αυτές τις ακραίες συνθήκες, και που ως τέτοια αποτελεί μια βασική προϋπόθεση για τη σύγχρονη πρωτοπόρα δημιουργία, αν δεχθούμε μια θέση – συμπέρασμα της Αισθητικής θεωρίας8 του Αντόρνο, ότι δηλαδή η τέχνη αναγκαστικά οδηγείται προς την έκφραση του μη-νοήματος, στο βαθμό που είναι ή θέλει να είναι πρωτοπόρα, αυτή η αισθητοποίηση αναδεικνύει μερικά άλλα θεωρητικά προβλήματα. Από την άλλη είναι εύκολη η διαπίστωση ότι και η πνευματική δομή (structure mentale) των νεώτερων καλλιτεχνών και η όλη ποιότητα του έργου της είναι διαφορετική απ’ αυτή του Σκλάβου. Αυτή η διαφορά δε έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υποβαθμισμένη πλέον  κοινωνική συνιστώσα και το σύστοιχο με αυτήν ασαφές πλέον περιεχόμενο αλήθειας, που ταυτίζεται με το κοινωνικό περιεχόμενο του έργου της ύστερης πρωτοπόρας τέχνης. Μέσα σε συνθήκες παρατεταμένης κρίσης και προχωρημένης αποσύνθεσης της πρωτοπορείας η νέα αυτή λιγότερο κριτική εκ των πραγμάτων, τάση  τείνει να γίνει η νέα αισθητική τάση ή κατάσταση, μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο απο-αισθητικοποίησης.

Αυτά τα θέματα τα έχουμε αναλύσει λεπτομερέστατα στα μαθήματα και με μια όσο το δυνατόν πιο εντελεχή προσέγγιση στα διάφορα κείμενά μας που ακολούθησαν την αρχική μελέτη μας για τον Σκλάβο, με το γενικότερο τίτλο, η πολυμορφία της σύγχρονης και της μοντέρνας τέχνης (υπό δημοσίευση). Εδώ περιοριζόμαστε στην προσπάθεια της όσο πιο συστηματικής, εντελεχούς, ολοκληρωμένης προσέγγισης του ξεχωριστού, του μοναδικού, του έργου – αναφορά – αισθητικού παραδείγματος του Σκλάβου, με κύριο στόχο τη διαλεκτική και κριτική κατανόησή του, υπόθεση όχι τόσο εύκολη, ούτε και προφανής, καθόσον δεν ενδιαφέρεται ούτε ασχολείται με επιφανειακές και απλοϊκές προσεγγίσεις (ακόμη και αν κάποιος νομίζει ότι το επιφαινόμενο είναι το ουσιαστικό, ενώ είναι και  παραμένει τέτοιο (επιφανειακό), πολύ μακριά από το γενικότερο αισθητικό φαινόμενο-θέμα Σκλάβος). Μόνο μέσα από μία διαλεκτική προσέγγισή  και συνάμα μετακριτική θεματοποίηση, όπως θα έλεγε και ο Μαρκούζε, του αισθητικού φαινομένου Σκλάβος, πέρα από τα φενακιστικά επιφαινόμενα,  θα μπορέσουμε να φθάσουμε στην ουσία του έργου του, στον πυρακτωμένο μόνιμα πυρήνα της σκέψης και της τέχνης του. Στο βαθύτατα όσο και μοναδικό ανθρωπιστικό περιεχόμενο του είναι και του έργου του, που ουσιαστικά συνιστούν μια αξεδιάλυτη οντότητα-ολότητα σε διαρκή αναζήτηση του άλλου, του νέου, του ανθρώπινου, του ανατρεπτικού.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ – ΑΝΑΔΥΣΗ (EMANATION9)  KATAΣΤΑΣΕΙΣ

Τα δοκίμια που συγκροτούν την πρώτη εκδοχή του κειμένου μας για τον Σκλάβο συνιστούν λίγο-πολύ αυτόνομες και αυτοτελείς κειμενικές θεωρητικές καταστάσεις σε παράταξη, χωρίς ξεκίνημα (commencement) και χωρίς τέλος. Δημιουργήθηκαν στη σκέψη μας κατά αυτόν τον τρόπο και αποτυπώθηκαν στo χαρτί  με μεγάλη, ύψιστη υπερένταση (η οποία εξάλλου είναι έκδηλη ακόμη και με την πρώτη ανάγνωσή τους) με το ίδιο μεγάλη  συγκέντρωση, χωρίς περίσκεψη, όπως λέει και ο ποιητής,  χωρίς πολύ έρευνα, και με ακόμη λιγότερη αμφιβολία.

Με το που ήλθαμε σε επαφή με  το έργο του Σκλάβου, αν και όχι υπό ιδανικές συνθήκες, ούτε και υπό συνθήκες απόλυτης ελευθερίας, άρχισαν να εμφανίζονται  αμέσως οι σκέψεις που τυπώσαμε μετά στο χαρτί, να εκδηλώνονται, να μορφοποιούνται, ν’αποκρυσταλλώνονται όπως λέει ο Χορκχάϊμερ,  και έτσι να συγκροτηθεί  σχεδόν αβίαστα η όλη μας θεωρητικοποίηση.

Ο Σκλάβος, το παράδειγμά του, το έργο του ήταν, από μια άποψη, καταλύτης που υποβοήθησε καθοριστικά στην εμφάνιση, στην ανάδυση (émanation) όλης της σχετικής αισθητικής προβληματικής μας και ακόμη παραπέρα αποτέλεσε την αφετηρία της συστηματικής  μας, και μάλιστα με τρόπο αναπότρεπτο, ενασχόλησής μας με  την αισθητική, και ειδικότερα στην αισθητική της μοντέρνας και αφηρημένης τέχνης.

Η σχεδόν αυτόματη και συνεκτική ενεργοποίηση της αισθητικής μας σκέψης (και στη συνέχεια θεώρησης), μέχρι τότε υπαρκτής μεν, αλλά χωρίς ουσιαστικά συγκροτημένη μορφή, έκδηλη  ύπαρξη, πέραν από την προσωπική μας καλλιέργεια και την επαφή μας με τις μεγάλες και ριζοσπαστικές δημιουργίες της εποχής, κυρίως των μεγάλων σκηνοθετών του σινεμά: Αντονιόνι, Μπωνουέλ,  Παζολίνι, Βισκόντι, Λόουζη, Φόρμαν, Γιάντσο, Μπέργκμαν, κ.α., καθώς και η άμεση ενεργοποίηση - ανασυγκρότηση της σχέσης μας με τους μεγάλους  αισθητικούς θεωρητικούς, Χάουζερ, Φίσερ, νεαρός Λούκατς, Γκράμσι, Σχολή της Φρανκφούρτης κ.λπ.,  έδωσε άμεσα ένα μείγμα θεωρητικής δημιουργίας, με μεγάλη ένταση, και βέβαια προωθητική δύναμη.

Το κείμενο είναι  συμπυκνωμένο, ικανοποιητικά επιστημονικά αυστηρό, λίγο ψυχρό και απόμακρο, μακρυπερίοδο (όπως και αρκετά κείμενα του Κόρς), σχετικά  δύσκολο, ίσως  και στρυφνό, ειδικά το κεφάλαιο για την «Αφαίρεση το Κοινωνικό και την Ιδεολογία».  Μπορεί να μην αφήνει πολλά περιθώρια αμφισβήτησης  ή μπορεί ακόμη να μην οδηγεί σε εύκολες θεωρητικοποιήσεις τον αναγνώστη. Όμως, θέλουμε να πιστεύουμε ότι δίνει το μέγεθος της σοβαρότητας του παραδείγματος του Σκλάβου και του έργου του, των προκλήσεων  της αισθητικής προσέγγισής του, τις δυσκολίες της όλης προσπάθειας κατανόησής του – ενός έργου μη εύκολα κατανοήσιμου,  αλλά που πρέπει οπωσδήποτε να κατανοηθεί και να ερμηνευτεί, ώστε να γίνει κτήμα της κοινωνίας όχι μόνο ως ωραίες και μοναδικές διαλεκτικές εικόνες,  για να θυμηθούμε και τον Μπένζαμιν, αλλά ως έργο κυρίως ποιοτικό  νοηματικά, μοφικά-μορφολογικά-αισθητικά και κυρίως ανατρεπτικό και ανθρωπιστικό.

Κείμενο λοιπόν αισθητικής σχεδόν από το πουθενά, αλλά ψηλαφώντας το θέμα βγαίνει στην επιφάνεια το ιστορικό βάθος του, αυθύπαρκτο, που αντλεί το λόγο ύπαρξής του από τον πλούτο και το μεγαλείο του Σκλάβου και κατά τον ίδιο τρόπο από τις μοναδικές θεωρητικοποιήσεις των μεγάλων αισθητικών, θεωρητικών: νεαρός Λούκατς, Αντόρνο, Γκολντμάν με αναφορά πάντοτε στον Γκράμσι, τον μεγάλο διανοούμενο – αναζητητή του απόλυτου του πνεύματος, του ξεπεράσματος της ισοπεδωτικής νεώτερης αλλοτρίωσης,  που επιβάλει ο τεολορικός και φορντικός πλέον καπιταλισμός.

Κείμενο συγχρόνως - καμπή. Σύνθεση προηγούμενων διάσπαρτων, ακόμη και  ετερόκλιτων ερευνών γενικά αλλά και δικών μας και άνοιγμα νέων αισθητών ερευνών  χωρίς τέλος μέχρι σήμερα. Κείμενο συγχρόνως συμπυκνωμένο, με αύρα η οποία απορρέει και από την αύρα της μοντέρνας δημιουργίας του Σκλάβου  όπως θα ήθελε και ο Μπένζαμιν. Ως τέτοιο δεν αφήνει πολλά περιθώρια  αμφισβήτησης, ούτε  έχει ανάγκη από επεξηγήσεις. Που τα έχει όλα, τα λέει όλα, παρά πάντοτε τις ατέλειές του. Κείμενο τέτοιας έντασης και δεν ξανάγραψα ποτέ μετά, ακόμη και αν κάποια κείμενα μου μπορεί να φαίνονται πιο ώριμα ή πιο σημαντικά. Κείμενο πολυεπίπεδο, πολλαπλών αναζητήσεων, στην προσπάθειά του (εννοείται και τη δική μου) να συλλάβει και να αποδώσει το περιεχόμενο αλήθειας, όπως έλεγε ο Αντόρνο, του έργου του Σκλάβου, και έτσι κατά το δυνατόν το όλον Σκλάβος. Κείμενο που προέκυψε σχεδόν από το πουθενά (το τονίζουμε), ως ανάδυση (émanation) μιας βαθύτερης συνείδησης και συνειδητοποίησης,  κοινωνικής πολιτικο-ιδεολογικής και συγχρόνως αισθητικής. Που για αυτό και μετά από αυτό η Αισθητική για μένα είναι το άπαν. Άρα πρόκειται για την émanation και αυτονόμηση της αισθητικής  θεωρητικοποίησής μου και μάλιστα με τρόπο αναπόδραστο, και που παρέμεινε πάντοτε ζωντανή και ορμητική στην προσπάθεια της να συλλάβει και να συγκροτήσει  νέα ερμηνευτικά μοντέλα για τη βαθύτερη και ολική, κατανόηση πάντοτε κατά τον νεαρό Λούκατς και Γκολντμάν του γενικότερου, όπως θα ήθελε και ο Μπένζαμιν, ιστορικοκοινωνικού  γίγνεσθαι, των αδιέξοδων του συστήματος, την παγκοσμιοποιητική καμπή που ερχόνταν.

Κείμενο λοιπόν αυθύπαρκτο, δηλαδή που υπάρχει  σχεδόν ως  καθαυτό, ως μια μποτίλια στο πέλαγο, για να παραφράσουμε τον Χορκχάιμερ, του αισθητικού κόσμου, και που θ’αποτελέσει την απαρχή της μετα-αισθητικής στη συνέχεια περιπέτειας μας.

Κείμενο βέβαια πλέον παλιό, και που το δείχνει η ιστορικότητα, όπως ήθελε πάντοτε ο Αντόρνο, της όλης  προβληματικής (réflexion) του.

Κείμενο – ανάμνηση μιας εποχής που έφυγε και που στη σύγχρονη απόλυτα νεοβάρβαρη εποχή μπορεί πάντα μέσα στον δημιουργικό και δυναμικό αναχρονισμό του, να παρέχει τη βάση, την έμπνευση, το έναυσμα για νέες αισθητικές και μετα-αισθητικές ανασυγκροτήσεις, και  αποκρυσταλλώσεις  (cοnstellations), όπως ήθελε ο Χορκχαϊμερ. Κείμενο που παρόλα αυτά υπάρχει ως κείμενο – émanation, και που καλεί στη σύλληψη και δημιουργία άλλων νέων τέτοιων κειμένων, θεωρώντας ότι μέσα στο σύγχρονο ξεπεσμό,  όπως έλεγε ο νεαρός Λουκατς, μόνο μέσα και δια της  émanation υπάρχει περίπτωση να δημιουργηθεί κάτι το σοβαρό, το πνευματικό, σύμφωνα και με τον υπέρτατο πνευματισμό και ανθρωπισμό της μοντέρνας και αφηρημένης τέχνης και του Σκλάβου ειδικότερα.

Κείμενο, που παρά τη δομική, την αξεπέραστη μελαγχολία του, με ιστορικές ρίζες και αναφορές, όπως και αυτή του Σκλάβου, και ίσως εξαιτίας της, καλεί τον αναγνώστη  σε σκέψη, σε περίσκεψη, σε έρευνα που ζητά απαραίτητα μια ελάχιστη - τουλάχιστον – συνειδητοποίηση για την τραγωδία που ζει η ανθρωπότητα από τον ανεξέλεγκτο, τον όλο και πιο αυταρχικό και κυριαρχικό καπιταλισμό.

Κείμενο – αποτέλεσμα μιας υπέρτατης και παγερής μοναξιάς, μιας αγωνίας που σκοτώνει, μιας διαρκούς, μόνιμης μελαγχολίας για τα τεκταινόμενα γενικά, αλλά πρώτιστα για την πλήρη αποκοινωνικοποίηση του ατόμου, την ολική διάλυση και αποσύνθεση ακόμη και του ελάχιστου κοινωνικού ιστού, για την υποβάθμιση του ανθρώπου στο τίποτα. Η συνειδητοποίηση αυτών των ακραίων καταστάσεων και η αναγκαία κοινωνικοποίηση των πάντων είναι και το μεγάλο δίδαγμα των μεγάλων καλλιτεχνών   της πρωτοπορείας, κυρίως μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, και του Σκλάβου ειδικότερα. Στόχος πνευματικός, ανάτασης και που δημιουργείται  από την επαφή, την επικοινωνία, ως βαθύτερη ένωση (communion)  με το έργο του Σκλάβου. Ο στόχος αυτός βέβαια, ουσιαστικά μιλώντας, παραμένει μέχρι σήμερα κατά ένα σημαντικό βαθμό απραγματοποίητος, και ποιος ξέρει για πόσο καιρό ακόμη. Και το κείμενό μου αυτό για τον Σκλάβο με τα ειδικά αυτά χαρακτηριστικά του πιστεύουμε ότι θα παραμείνει ζωντανό και θα προτρέπει  τον αναγνώστη σε έρευνες, σε αναζήτηση, σε συνειδητοποίηση, σε πράξη, όπως έκαναν πάντοτε οι  πρωτοπορείες.

Κείμενο σύγχρονο και μετακείμενο της πράξης, της ανατροπής, του αναγκαίου νέου ανθρωπισμού – σε – δράση (en actes),  που προσπαθεί απεγνωσμένα ν’απελευθερωθεί από την ολική πραγμοποίηση.

Κείμενο και μετακείμενο ως μια δομικά μόνιμη και αυτοτροφοδοτούμενη κατάσταση στοχασμού και αναστοχασμού για το αβέβαιο ανθρώπινο γίγνεσθαι.

Κείμενο που συνεχίζουμε στις  σημερινές νεο-άγριες συνθήκες με άλλη μορφή, αλλά πάντα μοντέρνα και πρωτοπόρα…

 

ΑΝΑΔΥΣΗ (ΕΜΑΝΑΤΙΟΝ) – ΕΜΠΝΕΥΣΗ – ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

Η émanation λίγο ως ανάδυση, λίγο ως έμπνευση είναι πάντοτε ένα τίναγμα της σκέψης προς τα εμπρός, σε μια νέα  και μη προβλέψιμη από πριν ψυχονευματική και ψυχοδιανοητική δομή (structure mentale, με την  ορολογία του Γκολντμάν), σε μια νέα και δυναμική του πνεύματος, αυτόνομη και αυτοθεσπιζόμενη. Εμφανίζεται βέβαια πάντοτε μέσα σε συνθήκες ιστορικά καθορισμένες, δεν είναι μια απλή μεταφυσική κατάσταση χωρίς καμία σύνδεση ή αναφορά με την πραγματικότητα. Η δομή της είναι ίδια όσον αφορά την τέχνη, ειδικά τη μοντέρνα και την σκέψη-θεωρία και παραπέμπει πάντοτε στην πρωτοπορεία. Με άλλα λόγια émanation υπάρχει μόνο όταν μέσα σε συγκεκριμένες  ιστορικοκοινωνικές συνθήκες  υπάρχει πρωτοπόρα συνείδηση, συνειδητή τάση για αυτονόμηση  και αυτοπροσδιορισμό, είτε στον χώρο της τέχνης είτε της σκέψης – θεωρίας.

Η αυτονόμηση της τέχνης και της θεωρίας από τους εξωτερικούς – αλλοτριωτικούς, καταπιεστικούς παράγοντες και μηχανισμούς οδηγεί πλέον στην ανάδειξη του πνευματικού κόσμου, της βαθύτερης ουσίας του είναι και δεν μπορεί παρά να είναι ο πνευματισμός, και στην προκειμένη περίπτωση ο αφηρημένος και μοντέρνος  πνευματισμός, που λειτουργεί και ορίζεται πάντοτε αντιθετικά στην υπάρχουσα ψευδή συνείδηση. Έκτοτε ο πρωτοπόρος κυρίως καλλιτέχνης αυτονομείται και δημιουργεί ένα έργο που κατά κανόνα ξεπερνά την αλλοτρίωση, ή τουλάχιστον προσπαθεί εναγώνεια να την ξεπεράσει, και στην προκειμένη περίπτωση ο Σκλάβος είναι μια παραδειγματική τέτοια περίπτωση. Η επαφή μας δε με το έργο του, η βαθύτερη και η συστηματικότερη διερεύνησή του βοήθησε ν’αναδειχθεί, να χειραφετηθεί και η δική μας émanation, σε μια περίοδο άγριας υποχώρησης του κινήματος του Μάη, ακόμη και προϊούσας αποσύνθεσής του. Έκτοτε όλη η αισθητική θεωρητικοποίηση για τον Σκλάβο και στη συνέχεια για πολλούς άλλους καλλιτέχνες της πρωτοπορείας  και τα μοντέρνα ρεύματα ήταν πλέον για εμάς μια νέα κατάσταση. Η αισθητική της μοντέρνας τέχνης. Η αισθητική ως ύπαρξη.

Η émanation, όρος δύσκολα μεταφράσιμος στα ελληνικά, εμφανίζεται κατά κανόνα σε μεταβατικές εποχές, σε εποχές – μεταίχμιο, σε εποχές βαθειών αλλαγών και ανακατατάξεων. Η émanation ήταν αυτή που ώθησε τον Μαρξ στο Παρίσι το 1843-4 να γίνει μαρξιστής, δηλαδή  μεγάλος ουμανιστής επαναστάτης, φιλόσοφος. Η émanation ώθησε και το Μάλεβιτς, στις συνθήκες της προεπαναστατικής Ρωσίας να γίνει μεγάλος επαναστάτης ζωγράφος, συλλαμβάνοντας  και δημιουργώντας τη ζωγραφική του απαισιόδοξου – πλην όμως απελευθερωτικού, καθόσον απόλυτα αρνητικού σε κάθε αυταπάτη - Μαύρου.

Μία émanation10 ήταν που το 1957-9 ώθησε τον Σκλάβο μέσα στις δύσκολες συνθήκες της προϊούσας υποχώρησης, ακόμη και αποσύνθεσης της μεταπολεμικής μοντέρνας και αφηρημένης τέχνης, να φθάσει στην αφαίρεση μέσω κυρίως της γλυπτικής, ως διέξοδος και συγχρόνως ως ολική άρνηση του ξεπεσμένου νεοπλουτίζοντα ήδη τότε κόσμου.

Επανεξετάζοντας κριτικά το έργο και γενικότερα το παράδειγμα του Σκλάβου, στις δύσκολες σύγχρονες συνθήκες του δεύτερου παρατεταμένου εγκλεισμού λόγω του Covid, κατορθώσαμε να εμβαθύνουμε, να επεκτείνουμε να συστηματοποιήσουμε τη θεωρητικοποίησή μας αυτή, αναδεικνύοντας έτσι πολλές νέες και αδιευκρίνιστες μέχρι τώρα πτυχές του ιστορικά μοναδικού έργου του Σκλάβου. Με διαφορετική μεθοδολογία, νομίζουμε ότι κατορθώσαμε να προχωρήσουμε την πρώτη προσέγγισή μας, ελπίζουμε ότι αναδείξαμε την όλη σκλαβική περιπέτεια της τέχνης και της σκέψης, η οποία ξεπερνά κατά πολύ πρωθύστερα σχήματα και ούτε μπορεί ν’αποδοθεί με προκατασκευασμένα σχήματα ακόμη και αυτά όλης της νεοανθρωπιστικής αισθητικής θεωρίας του ΧΧου αι. Τελειώνοντας (;) εδώ τις λίγες αυτές εισαγωγές  παρατηρήσεις, επισημαίνουμε πάλι την καθοριστική σημασία για να κατανοήσουμε το όλο εγχείρημα του Σκλάβου,  την αλήθεια του Σκλάβου, της έννοιας της émanation:  «Επανάστασις», ήταν μια λέξη που κλειδί της όλης σύλληψης και ιδεολογικο-αισθητικής θεώρησης του Σκλάβου, την οποία είχε αναφέρει σε Σημειώσεις-κείμενά του.  Συγχρόνως δειλά και ταπεινά επισημαίνουμε και τη σύστοιχη πλέον ερευνητική και θεωρητική εναγώνεια από το 1985-6 προσπάθειά μας αναζήτησης της αλήθειας του είναι μέσω του Σκλάβου και του έργου του αρχικά, της μοντέρνας και αφηρημένης τέχνης γενικότερα.

Αλήθεια ενός τραυματισμένου βαθειά είναι, ατομικού και πάλαι ποτέ συλλογικού  από την νεοκαπιταλιστική και στη συνέχεια τη παγκοσμιοποιημένη αλλοτρίωση…

  

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1*. Πολλά τμήματα αυτού του κειμένου δημοσιεύτηκαν αρχικά σε διάφορα περιοδικά : Εικαστικά (δύο συνέχειες), Μαρξιστική συσπείρωση, Αλεξίσφαιρο και ΣΗΜΑ.

2*. Το υπόλοιπο μέρος της διατριβής μας, στο όποιο ασχολούμαστε με γενικότερα αισθητικά προβλήματα είναι ακόμη αδημοσίευτο. Παρεμπιπτόντως, θα πρέπει ν’ αναφέρουμε ακόμη ότι το δημοσιευμένο σε βιβλίο κείμενό μας για τον Σκλάβο στη β’, γ’ και δ’ έλδ. (Παπαζήσης, Επίμετρο και Δίσιγμα αντίστοιχα) έχει μερικές αλλαγές σε σχέση με το αρχικό, και οι οποίες μερικές φορές είναι σημαντικές (συμπληρώσεις, διορθώσεις, μερικά νέα κεφάλαια. Η  μετάφραση από τα γαλλικά είναι δίκη μας). Η παρούσα έκδοση εκτός από μία συστηματική διόρθωση και συμπλήρωση που κάνουμε στο Α’ μέρος, το Β’ μέρος, συγκροτείται από νέα κείμενα,  με προσθήκη και άλλων κειμένων, που δημοσιεύσαμε για τον Σκλάβο στα μεσοδιαστήματα  των προηγούμενων εκδόσεων.

3*.  Με την ευκαιρία θα πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι η ακραία τραγικότητα και η ολική επανάσταση, πού ήταν δύο από τις κύριες και καθοριστικές συνιστώσες της προσωπικότητας και του έργου του Σκλάβου, καθώς και ο συγκινητικός θάνατός του, μας έχουν επηρεάσει βαθύτατα, αλλά και μας βοήθησαν να δούμε τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις, ακόμη και να τα συνειδητοποιήσουμε σε βάθος. Από μία ορισμένη άποψη μπορούμε να πούμε μάλιστα ότι το έργο μας συνολικά έχει επηρεαστεί από το συνεχή διάλογο, στον όποιο είμαστε με τον Σκλάβο και το έργο του εδώ και πάνω από τρεις  δεκαετίες. Μ’ αυτή την έννοια, η όλη εργασία μας για τον Σκλάβο ξεπερνά τα στενά όρια του διδακτορικού, του βιβλίου, της μελέτης κ.τ.λ. και προσλαμβάνει πλέον μια μόνιμη μορφή, ακόμη και υπαρξιακές συνιστώσες, συνεπαγωγές ή επιπτώσεις. Και, τέλος, ο Σκλάβος μάς βοήθησε να καταλάβουμε το βαθύτερο νόημα της δημιουργίας, τον απόλυτο χαρακτήρα της, την αξία της συνεχούς -ακόμη και της άνισης, λόγω των αντικειμενικών ή των εξωτερικών δυσκολιών, που πολλές φορές είναι ίσως και αξεπέραστες- προσπάθειας κατάκτησης της γνώσης, της μορφής, της τελειότητας.

4*.  Σύμφωνα με τον καθηγητής μας, Ο. Revault dAllonnes, η προσέγγιση μας του υλικού στο Σκλάβο συνιστά εισφορά στην αισθητική της μοντέρνας γλυπτικής, και μάλιστα έκανε δημόσια αναφορά σ’ αυτήν στο Σεμινάριο Αισθητικής στη Σορβόννη. Φαίνεται όμως ότι μερικοί έλληνες «ειδικοί» έχουν καλύτερη γνώση από τον Ο. Revault dAllonnes. Τί κρίμα που δεν τους έχει ανακαλύψει ακόμη η Σορβόννη, για να τους καλέσει να διδάξουν μεταξύ άλλων και το ευτράπελο, ότι ο Πόλλοκ, μάλιστα ο Πόλλοκ δεν ήταν και κανένας μεγάλος καλλιτέχνης, αφού δεν έκανε συστηματικό έργο, το έργο του, δηλαδή, δε δημιουργεί σύστημα… Ή ακόμη χειρότερα: ο Πόλλοκ δεν συγκρότησε κάποιο σύστημα!

5*.  Συγχρόνως μέσα από αυτή τη συστηματική αναφορά στους μεγάλους κριτικούς αισθητικούς θεωρητικούς, οι οποίοι στηρίζονται όλοι στον νεαρό Λούκατς, με τις  αλληλοεπιδράσεις, και τις συζητήσεις του στη συνέχεια, προσπαθούμε να επικαιροποιούμε την όλη αισθητική θεωρητικοποίηση και πολύ συχνά προσπαθούμε, σε διάλογο πάντα και με τον Γκράμσι και τον νεαρό Μαρξ, να διαμορφώσουμε νέες θεωρητικοποιήσεις, νέα πάντοτε προχωρήματα της αισθητικής, με αναφορά ή αφετηρία το έργο και γενικότερα το παράδειγμα του Σκλάβου. Αυτή η σύνθετη και αρκετά πολύπλοκη θεωρητική επεξεργασία, χωρίς να ξεφύγει ποτέ από τη σύλληψη της σχέσης του μερικού και του συγκεκριμένου (Σκλάβος, έργο, παράδειγμα του), αναδεικνύει και την αδιαχώριστη σχέση ακριβώς αυτού του πολύ πλούσιου παραδείγματος, με την έννοια του Γκολντμάν, με το γενικό, διαμορφώνοντας έτσι τις προϋποθέσεις για ένα μετακριτικό και μετααισθητικό άλμα προς τη σύλληψη και διαμόρφωση της σύνθετης  και πολύπλοκης – πολύμορφης σήμερα (μετα-)αισθητικής.

6*.  Αυτός είναι και ένας από τους σημαντικότερους λόγους για την ανάπτυξη της μεταφυσικής του κενού, φαινόμενο πολύ συχνό στους καλλιτέχνες της μοντέρνας τέχνης και στον Σκλάβο ιδιαίτερα.

  

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1.          Βλ. Β. Φιοραβάντες, Κοινωνική θεωρία και αισθητική, Αρμός, μέρος ΙΙ, Θεωρία Πολιτισμού, Ψηφίδα, τ.Ι,  Προς τη μεταπαγκοσμιοποίηση, Ζήτη, Η εποχή της καθορισμένης άρνησης, Αρμός.

2.          Βλ. Β. Φιοραβάντες, Σκλάβος, Παρουσία.

3.          Βλ. Β.Φιοραβάντες, Τζιακομέττι, Παπαζήσης, Β’ έκδ., 2004

4.          Βλ. J. Habermas, Connaissance et intérêt, Gallimard, μ.σ. TEL.

5.          Εκδ. Αρμός, περίπου 200 σελίδες.

6.          Βλ. και τα κείμενα που ανταποκρίνονται άμεσα σε αυτή τη σφαιρική καμπή της σκέψης μας: Προς τη Μεταπαγκοσμιοποίηση (Ζήτη), Η εποχή της καθορισμένης άρνησης (Αρμός), Κριτική της τέχνης-κριτική της παγκοσμιοποίησης (συλλ. Επ. Επ. Β.Φ., Νησίδες), Νέα ανθρωπολογία και μοντέρνα τέχνη (συλλ. Επ. Επ. Β.Φ., Ζήτη), Προς τη νέα ανθρωπολογία (συλλ. Επ. Επ. Β.Φ., Αρμός) και  τις δημοσιεύσεις μας στα blog μας, τις σημειώσεις μας, τις ημερίδες κ.α. που οργανώσαμε.

7.          Παπαζήσης, β΄ έκδ.

8.          Εκδ. Κlincksieck.

9.          Βλ. και άλλα κεφάλαια στη συνέχεια του κειμένου.

10.       Η απόδοση – μετάφραση της λέξης αυτής, με λατινική ρίζα, στα ελληνικά είναι δύσκολη. Βλ. και επόμενα κεφάλαια.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ – ANTI-ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΕΙΣ

Β. ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ – ANTI-ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΕΙΣ

 

Το κείμενό μας «Αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις. Ξεπέρασμα των μοντέρνων αντιθέσεων1»  άνοιξε το δρόμο για πολλές νέες και σημαντικές έρευνες,  τις οποίες μόνο εν μέρει πραγματοποιήσαμε.  Κυρίως δε συνέλαβε μια νέα ανοιχτή διαλεκτική λογική ερευνών προς περισσότερες κατευθύνσεις, χωρίς μάλιστα να φαίνεται στον ορίζοντα κάποιος περιορισμός. Κυρίως έθεσε τις βάσεις για μια ανασυγκροτημένη ανοιχτή νέα εκδοχή της Κριτικής θεωρίας, με επίκεντρο την ιδεολογική κριτική και συγχρόνως την απεξάρτηση από την φετιχιστική και αλλοτριωτική ιδεολογία του μονοπωλιακού καπιταλισμού, που είναι η νέα ουσιαστικά κυρίαρχη κατάσταση του συστήματος, σύμφωνα και με την ιστορική αντίληψη του Μαρκούζε, Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος2. Τέχνη, κουλτούρα, ιδεολογία, κοινωνία προσεγγίζονται πλέον υπό αυτή την οπτική. Η όλη προσέγγιση έχει μια δυναμική συνεκτικότητα, για να χρησιμοποιήσουμε ένα νεολογισμό, που της επιτρέπει να συνεχίζεται χωρίς την ανάγκη επιστημολογικών ανατροπών, και ίσως ούτε και σοβαρών διαφοροποιήσεων ακόμη και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όταν άλλαξαν ριζικά τα κοινωνικά δεδομένα, και κυρίως η αλλοτρίωση απέκτησε νέες και πιο αποτρόπαιες μορφές.

Το κείμενό μας «Αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις…» με το δομικά αποσπασματικό-παρατακτικό χαρακτήρα του (και παρόλα αυτά συστηματικό, όσο παράδοξο και αν είναι, δηλαδή συστηματικά αποσπασματικό-παραστατικό) προσπάθησε να θέσει ένα τέλος σε κάθε παραδοσιακή σύλληψη-αντίληψη της ιδεολογίας. Η ιδεολογία δεν είναι μόνον ή κυρίως  ένα καταφατικό, θετικό σύστημα αξιών, ιδεών κ.α. Είναι πρώτιστα μια συνεχής κατάσταση κριτικής του πνεύματος προς το ξεπέρασμα της ιδεολογίας.

Της αλλοτριωτικής πάντοτε ιδεολογίας. Μια διαρκώς ερευνητική κατάσταση για την αναζήτηση του άλλου, του διαφορετικού, του νέου, του ξεπεράσματος, με επίκεντρο πάντοτε την κριτική, και κυρίως την  ιδεολογική κριτική, η οποία ξεπερνά, τις κατεστημένες ιδέες περί ιδεολογίας, ακόμη και τις κατεστημένες μορφές ιδεολογίας (ή ιδεολογικές μορφές) και μέσα στη σκέψη, την τέχνη και την πράξη δημιουργεί συνεχώς νέες κριτικές μορφές. Και τουλάχιστον προσπαθεί πάντοτε συνειδητά, μεθοδικά να ξεπεράσει τις κατεστημένες μορφές ιδεολογίας. Την ίδια την κυριάρχηση.

Οι αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις είναι μια νέα και πλέον μια δυναμική κατάσταση του πνεύματος. Ο πυρήνας της νέας Κριτικής απελευθερωμένης από το βάρος της παράδοσης, όπως έλεγε ο Μαρξ, Κριτικής θεωρίας. Μια νέα και διαρκής κατάσταση αντίστασης του πνεύματος, που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για συνεχείς και νέες αδογμάτιστες, ανοιχτές και πρωταρχικά σύνθετες, ακόμη και πολύπλοκες θεωρητικοποιήσεις  στη σύγχρονη πλέον εποχή της συνθετότητας και της πολυπλοκότητας. Που ανοίγει το δρόμο προς μια διαρκή και αυτοανανεούμενη  δυνατότητα νέων κριτικών θεωρητικοποιήσεων, χωρίς τις αυταπάτες του θετικισμού του παρελθόντος, αλλά με συναίσθηση της ευρύτητας και του ανοίγματος της όλης έρευνας και προβληματισμού. Η συνειδητή διαδικασία της απελευθέρωσης του ανθρώπου μπήκε ίσως για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο στο επίκεντρο της θεωρητικής έρευνας χωρίς δεσμευτικά προκείμενα ούτε και με  εκ των προτέρων προκαθορισμό της δυνατής κατάληξής της. Η μόνη βεβαιότητα που υπάρχει στην όλη αυτή προσπάθεια είναι η διαρκής αναζήτηση της ελευθερίας και της απελευθέρωσης και της συνειδητής αναζήτησής της.

 

Το κείμενο αυτό συγκροτημένο σιγά-σιγά,  κεφάλαιο-κεφάλαιο, από μικρές θεωρητικοποιήσεις φαινομενικά διάσπαρτων καταστάσεων μέσα σε συνθήκες υποχώρησης έως και κατάρρευσης του κινήματος, υπό την επήρεια και της κατάρρευσης της πρώην ΕΣΣΔ, έδωσε υπόσταση στην κριτική θεωρία. Οι γενικότερες ιδεολογικοπολιτικές συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες, ακόμη και δυσμενείς. Η άτακτη υποχώρηση ήταν ο κανόνας συγχρόνως με την διάδοση του νεοαντιδραστικού μεταμοντερνισμού και σε λίγο της άκρως αντιδραστικής θεωρίας του τέλους της ιδεολογίας. Ο νεοφιλελευθερισμός είχε σηκώσει κεφάλι για τα καλά. Το κοινωνικό κράτος βαλλόνταν από παντού. Έπρεπε να βρεθούν στηρίγματα, ιδεολογικά και θεωρητικά, ώστε να αρθρωθεί ένας νέος  αδογμάτιστος κριτικός λόγος. Μεταθέσαμε τη αντιπαράθεση σε επίπεδο μεθοδολογίας και προσπαθήσαμε με βάση και την ιστορική εμπειρία του κινήματος και της διαλεκτικής κίνησης των ιδεών να κρατήσουμε όρθιο τον ορθό λόγο.

Η αντιπαράθεση με διάφορους διάττοντες μεταμοντέρνους αστέρες  ήταν μετωπική. Οι νέοι ερευνητές, καλλιτέχνες και θεωρητικοί ήταν ελάχιστοι για να συνδράμουν σε αυτό το αταλάντευτο μεθοδολογικό όσο και ιδεολογικό αγώνα με επίκεντρο την ιδέα του Μαρκούζε για την απελευθέρωση, αν και σπάνια τήν αναφέρουμε ρητά. Ως κείμενο δε μετά την ολοκλήρωσή (;) του αποτέλεσε στη συνέχεια τη βάση για άλλες κριτικές θεωρητικοποιήσεις και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, άν και το συχνότερο  όχι άμεσα. Και υπ’αυτή την έννοια, μέσα από συνεχείς έρευνες, δημοσιεύσεις, παρεμβάσεις μας επέτρεψε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις της γενικότερης θεωρητικής ανασυγκρότησης που επιχειρήσαμε στη συνέχεια, όταν η παγκοσμιοποίηση είχε αρχίσει να κυριαρχεί και ιδίως μετά την κρίση το 2008, οπότε η ανασυγκρότηση επιβάλλονταν να είναι πλήρης και μεθοδική.

 

Οι «Αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις…» είναι ένα κείμενο μιας μοναχικής ουσιαστικά αναζήτησης. Μετά το διδακτορικό μας και τη σύνταξη του κειμένου μας «Παραίτηση… Προς μια ριζοσπαστική κριτική του μεταμοντερνισμού», συνεχίσαμε να ψάχνουμε στα χαλάσματα του κινήματος, προσπαθώντας να  ανασυγκροτήσουμε κάποια διάσπαρτα ιδεολογικά και μεθοδολογικά ψήγματα, ακόμη τότε υπαρκτά. Κάποιες ιδεολογικές αναφορές. Να βρούμε κάποια υπαρκτά ακόμη έστω και διάσπαρτα ιδεολογικά στοιχεία. Μόνο η βαθύτερη πίστη μας στον άνθρωπο μας κράτησε όρθιους απέναντι στον μεταμοντέρνο αλαλαγμό της μόδας. Κομμάτια από το κείμενο αυτό δημοσιεύσαμε στο Πριν, στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και αλλού, πάντοτε με θετικές έως πολύ θετικές κριτικές. Γενικότερο πρόταγμα μας τότε στις νεοβάρβαρες ιδεολογικές, ακόμη και υπαρξιακές συνθήκες όπως αυτές διαμορφωνόνταν πλέον, μόνον η μεθοδική κριτική, η άρνηση και η αντίσταση μπορεί να περισώσει, όπως ο Άγγελος του Κλε, σύμφωνα με την επισήμανση και του Β. Μπένζαμιν3. Κριτική χωρίς συγχρόνως ιδεολογική και απελευθερωτική  θέση-θέαση δεν υπάρχει. Και αν υπάρχει αυτή θα οδηγούσε κατευθείαν στη συνθηκολόγηση, στην παραδοχή της ήττας, στην παράδοση των όπλων στην κυρίαρχη αλλοτρίωση που μεταμόρφωσε τα πάντα και τους πάντες. Και χωρίς κριτική της αλλοτρίωσης σε όλες τις μορφές, τις εκφράσεις και τις εκφάνσεις της δεν θα μπορούσε να συγκροτηθεί το σχέδιο της νέας και κριτικής-ριζοσπαστικής  μοντερνιτέ που επιβαλλόνταν, στις νέες συνθήκες όπως αυτές προδιαγραφόνταν και ως ένα βαθμό διαμορφωνόνταν.

Το σχέδιο βέβαια αυτό, παρά τις κρίσεις και τις περιπέτειες στις οποίες έριξε το σύστημα την ανθρωπότητα μπορεί να μην συγκροτήθηκε αυτοτελώς, έστω εν μέρει με την προσπάθεια του νεώτερου κινήματος μέσα από την συγκρότηση αρχικά του ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών, που τόσο  πολέμησε το σύστημα, και το όποιο  μπορεί να μην απέδωσε τα αναμενόμενα, αλλά έπρεπε να διαφυλαχτεί ο κριτικός πυρήνας της σκέψης και ο δομικά αντι-ιδεολογικός, δηλαδή ο δομικά απελευθερωτικός χαρακτήρας της  θεωρίας και της πράξης. Όμως…

 

Ο Γκράμσι είχε δώσει μόνο θετική διάσταση στην ιδεολογία: «Η δύναμη των ιδεών, όπως έλεγε στη συνέχεια του D. De Tracy. Ο μεγάλος  ιδεολόγος και συγχρόνως ο μεγάλος παιδαγωγός (θα) ήταν το κομμουνιστικό κόμμα, ένα κόμμα νέου τύπου,  το κόμμα της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης. Η έννοια της εργατικής πρωτοπορίας ένα ίδια με αυτήν της καλλιτεχνικής. Έτσι το κομμουνιστικό κόμμα θα ωθούσε  την εργατική τάξη προς την κατάκτηση της ιδεολογικής ηγεμονίας και μέσω αυτής θια επιβαλλόνταν σε όλη την κοινωνία. Η πρωτότυπη θεωρητική αυτή σύλληψη του Γκράμσι μετά τις κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης της Β. Ιταλίας στη δεκαετία 1916-18, με κύριο φορέα τα εργατικά  συμβούλια ανά εργοστάσιο, πως θα υλοποιούνταν ακριβώς με τον Γκράμσι παρόντα στους αγώνες και όχι στη φυλακή, όπου αναγκαστικά μελετούσε μόνο και κατέγραφε τις σκέψεις του στα περίφημα Τετράδια της φυλακής4, κανείς δεν γνωρίζει. Ούτε είναι δυνατή η όποια σοβαρή θεωρητικοποίηση εκ των υστέρων, αν σκεφτούμε και τις συνθήκες υποχώρησης του κινήματος, που επικράτησαν διεθνώς μετά το 1920, αλλά και την πορεία ανόδου του φασισμού και του ναζισμού. Επρόκειτο περισσότερο για μια επιθετική σύλληψη - ιδανικοποίηση και συγχρόνως μια θεωρητική προβολή, προέκταση και επέκταση των αγώνων της διετίας 1916-18, παρά για μια πολιτική σύλληψη που είχε σχέση με την μετέπειτα πραγματικότητα. Το κόμμα-πρίγκηπας όπως ονομάστηκε μεταφορικά αυτή η σύλληψη του Γκράμσι,  με πρωτοκαθεδρία τους οργανικούς διανοούμενους προσέδιδε προτεραιότητα, ακόμη είχε και σε προεξάρχουσα θέση την έννοια της ιδεολογίας και συνακόλουθα την ιδεολογική ηγεμονία, και με αυτήν την έννοια είχε μόνο μια θετική διάσταση σύλληψη. Μη γνωρίζοντας όμως το έργο του νεαρού Μαρξ για την κριτική της ιδεολογίας και της αλλοτρίωσης, και γενικότερα γνωρίζοντας το έργο του Μαρξ πολύ μερικώς, ο Γκράμσι δεν είχε συλλάβει την αρνητική διάσταση της ιδεολογίας. (Για παράδειγμα η θεωρία της πραγμοποίησης του ώριμου και του γέρου Μαρξ, που προσιδιάζει με τη θεωρία του της νεότητας της κριτικής της ιδεολογίας και της αλλοτρίωση). Οπότε και η έννοιά  του της ηγεμονίας, χωρίς την κριτική της ιδεολογίας και της αλλοτρίωσης, αυτών των ολικά αρνητικών καταστάσεων του μονοπωλιακού καπιταλισμού πλέον, ήταν μεγαλειώδης, αλλά συγχρόνως και ελλειπής. Δεν ήταν μια ολική έννοια, όπως θα λέγαμε σήμερα επιστημολογικά μιλώντας, αλλά και σύμφωνα με την υπέρτατη ανάγκη της ολότητας, που σύμφωνα με το νεαρό Λούκατς, όπως τη διατύπωσε στο ιστορικό έργο του το 1922-3 Ιστορία και ταξική συνείδηση5, είχε ανάγκη η κάθε θεωρητική κριτική σύλληψη, αν θέλει να αποφύγει το θετικισμό, τον εμπειρισμό και κάθε μερική σύλληψη, με τις οποίες συνδέονταν οι μηχανικιστικές αντιλήψεις του επίσημου τότε μαρξισμού. Ως γνωστόν βέβαια ο Γκράμσι ούτε και το έργο του νεαρού Λούκατς γνώριζε στη φυλακή, ώστε να μπορεί να συλλάβει την ιδεολογία υπό περισσότερες οπτικές, αν όχι ολικά. Έτσι η ιστορική θεωρητικοποίησή του της ιδεολογίας, παρά τη μοναδική σημασία και την εισφορά της για τη σύλληψη μιας σύγχρονης απελευθερωτικής οπτικής και μεθοδολογίας, παρέμεινε πάντοτε μερική.

Με αυτά τα δεδομένα στο κείμενό μας αυτό, παραμένοντας πάντοτε γκραμσιανοί, προσπαθούμε να φθάσουμε σε μια ολική και συνάμα κριτική σύνθεση της κριτικής του Μαρξ της ιδεολογίας και της αλλοτρίωσης (κατά τον νεαρό Μαρξ, ιδεολογία ίσον μια ειδική μορφή  αλλοτρίωσης: ιδεολογική αλλοτρίωση, η οποία πρέπει να ξεπεραστεί), της γκραμσιανής έννοιας της ιδεολογίας με βάση πάντοτε την κεντρική έννοια της ολότητας του Λούκατς. Διατρέχοντας δε και τις άλλες θεωρητικοποιήσεις της Κριτικής θεωρίας, στόχος μας ήταν να φθάσουμε μέσα και από μια συστηματική κριτική του μεταμοντερνισμού και γενικότερα των μεταμοντέρνων  και νεοσυντηρητικών ιδεολογιών που είχαν αρχίσει να διαδίδονται σε συνθήκες κατάρρευσης του νεώτερου  διεθνούς κινήματος της αμφισβήτησης, σε μερικές νέες κριτικές θεωρητικοποιήσεις, που κύριο στόχο είχαν να διατηρήσουν το κριτικό πνεύμα ζωντανό, αλλά και να διαμορφώσουν προϋποθέσεις συνέχισης της όλης κριτικής θεωρητικής έρευνάς μας. Σύνθεση  της κριτικής θεώρησης του νεαρού Μαρξ, του νεαρού Λούκατς και του Γκράμσι ήταν και είναι δύσκολο να δημιουργηθεί μέσα στις νεοβάρβαρες συνθήκες που πλέον ζούμε. Από την άλλη και στην Κριτική θεωρία υπάρχουν δύο τάσεις: Μια ολικά αρνητική, αυτή  του Αντόρνο, μην διαβλέποντας καμία δυνατότητα θετικής παρέμβασης και ακόμη λιγότερο προοπτικής μέσα στον καπιταλισμό της ολοκληρωμένης αλλοτρίωσης και μια πιο θετική, αυτή του Μαρκούζε, η οποία θέλει να εκμεταλλευτεί τις ρωγμές του συστήματος και της κυριάρχησης, προκειμένου να περάσει και να διαδοθεί η μεγάλη άρνηση. Ως προς τη διάγνωση της κατάστασης  που έχει δημιουργήσει ο μονοπωλιακός καπιταλισμός δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο αυτών πρωτεργατών της Κριτικής θεωρίας. Με γνώση και επίγνωση της απόλυτα αρνητικής κατάστασης του μονοπωλιακού, και στη συνέχεια ακόμη περισσότερο του ύστερου καπιταλισμού, ο Μαρκούζε δίνει τεράστια ώθηση στη μεγάλη ελπίδα για μια ριζική, ακόμη και ριζοσπαστική αναγέννηση του κινήματος, χωρίς θετικές – θετικιστικές αυταπάτες, ούτε και την όποια ιδέα για την παραμικρή νέα ή μη ιδεολογική ηγεμονία. Μόνον ολική κριτική και  άρνηση του συστήματος. Με βάση και τη γνώση μου των ιστορικών κειμένων του Μαρκούζε, χωρίς να πολυαναφέρομαι σε αυτά, γιατί το πανεπιστημιακό ψευτοαριστερό μανταρινάτο  αποδέχονταν μεν κουτσουρεμένο τον Γκράμσι, είχε αλλεργία όμως για τον Μαρκούζε και την Κριτική γενικότερα θεωρία, προσπάθησα να ανασυγκροτήσω μεθοδικά την όλη προβληματική με κριτικό, ακόμη και μετακριτικό τρόπο, όχι τόσο σκεπτόμενος  υποχρεωτικά να διαμορφώσω μια πιθανή  ακόμη  και αποσπασματική σύνθεση, αλλά μια αυτόνομη τουλάχιστον πάντοτε παράταξη από μερικές θεωρητικές καταστάσεις, έτσι ώστε να κρατήσω ζωντανό το κριτικό πνεύμα.

Το κείμενο αυτό (παρά τον πόλεμο που δέχθηκα από το αριστερό αλλά και γενικότερο ψευτοπανεπιστημιακό κατεστημένο*, το οποίο είχε βαθύτατη άγνοια της Κριτικής θεωρίας, μου άνοιξε το δρόμο άμεσα ή και έμμεσα για συνέχιση των ερευνών μου πάντα βέβαια  κριτικά, δηλαδή συνεχώς αντι-ιδεολογικά σκεπτόμενος.  Τα κείμενά μου έκτοτε  κριτικής έρευνας και γενικότερων κριτικών θεωρητικοποιήσεων διαδέχονται το ένα το άλλο, και πολλές φορές μερικά δημοσιεύονται συγχρόνως, και μάλιστα σε   διαφορετικά έντυπα.  Για εμένα υπέρτατο καθήκον ήταν πλέον η συνέχιση των αδογμάτιστων ερευνών της Κριτικής θεωρίας σε επίπεδο τέχνης, κοινωνίας, αισθητικής και στις αλληλοσυσχετίσεις τους με δυναμικό πάντοτε τρόπο με βάση τη βιβλιογραφία και τη μελέτη της ζωής και του έργου των καλλιτεχνών και των ρευμάτων της μοντέρνας τέχνης, πάντοτε  αντι-ιδεολογικά σκεπτόμενος και συγχρόνως υπό την οπτική δημιουργίας νέων θεωρητικοποιήσεων, αποσπασματικών και παρατακτικών, καθόσον το σύστημα είναι ένα πάντοτε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ιδεολογικό, μεθοδολογικό, και όχι μόνον.

Η ιδέα της ιδεολογικής ηγεμονίας, μεγαλειώδης ως προς την σύλληψή της από τον Γκράμσι, απομακρυνόνταν, για να παραφράσουμε τον Μαρκούζε, όλο και περισσότερο από τον ορίζοντα της καθημερινής, όλο και πιο αλλοτριωτικής και αλλοτριωμένης πρακτικής. Η μόνη ιδέα που μπορούσε να επιβιώσει και να δώσει νέα πιο σοβαρά ερευνητικά αποτελέσματα, στη συνέχεια του έργου της Σχολής της Φρανκφούρτης, ήταν η ιδέα της διαρκούς, της μόνιμης, της άμεσης ή έμμεσης, ρητής και υπόρρητης ιδεολογικής κριτικής, μέσω συνεχών αντι-ιδεολογικών πάντοτε διαμεσολαβήσεων στο χώρο της τέχνης, της κουλτούρας, της επικοινωνίας, του πολιτισμού, της κοινωνίας, της ιστορίας κ.α. Και αυτό κάναμε μέχρι σήμερα: Κριτικές αντι-ιδεολογικές θεωρητικοποιήσεις (ή διαμεσολαβήσεις, με την έννοια του Αντόρνο). Νέα σύνθεση;

Καμία.  Μα την έχουμε ανάγκη; Το κινητό της σκέψης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα προσπαθεί πάντοτε να συλλάβει, να επεξεργαστεί, να διαμορφώσει νέες κριτικές καταστάσεις, νέες θεωρητικοποιήσεις, νέες θεωρητικές ανασυγκροτήσεις. Η σύνθεση ήταν για μερικές περιόδους περισσότερο το ιδεολογικό καταφύγιο, αν και το πνεύμα είναι πάντοτε αναλυτικό και συνθετικό, κάποιες φορές περισσότερο το ένα ή το άλλο, αλλά προέχει πάντοτε η αναλυτική-αποδεικτική διάσταση. Χωρίς αυτήν δεν υπάρχει καμία σύνθεση, ούτε καν  δυνατότητα. Οι μεγάλες συνθέσεις που ιδανικοποιήθηκαν από το μηχανικιστικό μαρξισμό και στη συνέχεια κυρίως από τον Σταλινισμό, ήταν περισσότερο ιδεολογικές κατασκευές. Όταν κατέρρευσε η ΕΣΣΔ αναδείχθηκε το μεγάλο κενό που δημιουργήθηκε. Καμία από τις κατεστημένες  ψευτοαριστερές ιδεολογίες δεν είχε κάποιο νόημα. Το μόνο που έμενε ήταν για λίγο ακόμη οι ιδεολιστικές κενολογίες των σταλινικών ιστρουκτόρων. Αλλά και αυτές γρήγορα χάθηκαν προς δόξα των μεταμοντέρνων, συνήθως πρώην  σταλινικών. Και μέσα σε αυτό ζοφερό, το νέο-άγριο και αποκαλυπτικό ιδεολογικό τοπίο, όπως διαμορφώθηκε μετά το 1989 μόνο η κριτική  ως κατάσταση, ως στάση ζωής είχε νόημα. Μόνον αυτή θα μπορούσε να διαμορφώσει νέες ιδεολογικές και μεθοδολογικές καταστάσεις αδογμάτιστα, αυτόνομα, επιστημονικά, ώστε να κατανοήσουμε διαλεκτικά την ιστορία της κοινωνίας και της σκέψης, της τέχνης και του πολιτισμού, με τις κρίσεις,  τις αντιπαραθέσεις και τις ενστάσεις τους. Ο σταλινικός ειρηνευμένος  κόσμος των ψευτο-ιστροκτούρων, που είχαν μπει στο Πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης,  μέσω αυτού του ιδεολογικού μηχανισμού, όπως έλεγε και ο Αλτουσέρ πετάχτηκαν οριστικά πλέον στον σκουπιδοντενεκέ της ιστορίας. Ο αγώνας ήταν όμως συνεχής μαζί τους, γιατί είχαν καταλάβει τα πόστα, και μετά στη συνέχεια χειροτέρευσαν τα πράγματα, γιατί  διαδόθηκε επί Σημίτη η διαπλοκή των προγραμμάτων και των συμφερόντων, οπότε η κατάσταση έγινε κόλαση. Το κίνημα είχε υποχωρήσει, διαλύθηκε η διαλεκτική - κίνημα-πανεπιστήμιο, που είχε δημιουργηθεί πριν τον Μάη και διατηρήθηκε για αρκετά χρόνια και μετά από αυτόν. Οι μεγάλοι φίλοι κριτικοί διανοούμενοι ή καλλιτέχνες, που παρέμειναν πιστοί στην πρωτοπορία ή είχαν αναφορά τους το κίνημα σιγά-σιγά έφευγαν. Και εμείς όλο και ποιο μόνοι, σκεπτόμενοι συνέχεια τον - και κατά τον -Μ. Αναγνωστάκη, πάντοτε όμως αντι-ιδεολογικά θεωρητικοποιώντας και δρώντας…

 

Οι «Αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις…»,  χωρίς να το καταλάβω τότε καλά-καλά και ο ίδιος, ανασυγκροτούν το μεθοδολογικό και επιστημολογικό πεδίο της νεώτερης κριτικής θεωρίας με έναν αμυντικό φαινομενικά τρόπο, και συγχρόνως προετοιμάζουν το έδαφος για τη συνέχιση των ερευνών μου, έχοντας δημοσιεύσει ήδη το Ιδεολογική κριτική και αισθητική6, το οποίο έχει προκαλέσει πολύ μεγάλη αίσθηση, με αλλεπάλληλες μάλιστα δημόσιες συζητήσεις,  στρογγυλά τραπέζια, μετά την ολοκλήρωση του Διδακτορικού μας, της Maitrise φιλοσοφίας, της δημοσίευσης ενός εισαγωγικού κειμένου για την Σχολή της Φρανκφούρτης και ενός μικρού τόμου με θέματα αισθητικής θεωρίας. Έτσι με αιχμή τη συνέχιση της έρευνάς μου για τη μοντέρνα τέχνη σε όλα τα επίπεδα: Ιστορία και θεωρία της τέχνης, κοινωνιολογία και φιλοσοφία της τέχνης και της κουλτούρας και πρώτιστα της αισθητικής δημοσιεύω συνέχεια κείμενα, προωθώντας συνέχεια την Αισθητική θεωρία σύμφωνα με τις γενικότερες αρχές της Κριτικής θεωρίας. Ο χώρος της μοντέρνας τέχνης όσον αφορά τις εικαστικές κυρίως τέχνες παρουσιάζει μεγάλη θεωρητική υστέρηση σε σχέση  με την αισθητική της μοντέρνας μουσικής, που ήταν  το κύριο πεδίο ερευνών του Αντόρνο. Έτσι με βάση την αντορνική μεθοδολογία, εμπλουτισμένη και διευρυμένη και με  την εισφορά του Λ. Γκολντμάν, η Αισθητική της μοντέρνας ζωγραφικής και γλυπτικής γίνεται το κύριο πεδίο των αισθητικών ερευνών μας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των όλο και πιο εντατικών αισθητικών ερευνών μας οι αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις, άλλοτε περισσότερο ως αισθητικές διαμεσολαβήσεις και άλλοτε ως κοινωνιολογικές, αλλά με σταθερή πάντοτε την  αντι-ιδεολογική διάσταση, ωθούν συνέχεια σε νέες κριτικές επεξεργασίες και θεωρητικοποιήσεις. Από όλη αυτή τη έρευνα και διδασκαλία λίγα μόνο μέρη έχουμε δημοσιεύσει. Η θεωρητική επεξεργασία του όλου υλικού των σημειώσεων μόνο από τις παραδόσεις μας  θέλει ακόμη πολύ χρόνο και μεθοδική επεξεργασία.

Η όλη αυτή έρευνά μας, η οποία με τον χρόνο διευρύνθηκε και επεκτάθηκε και σε άλλα πεδία της κοινωνικής θεωρίας, όπως αποτυπώθηκε και από τα κείμενά μας Θεωρία πολιτισμού7 (2 τόμοι περίπου 1200 σελίδες μεγάλου σχήματος), Προς τη μεταπαγκοσμιοποίηση8 (460 σελίδες μεγάλου σχήματος), Η εποχή της καθορισμένης άρνησης9 (760 σελίδες) και από τις δημοσιεύσεις στα μπλογκ μας, κράτησε πάντοτε ζωντανή την αντι-ιδεολογική διάσταση ως μια δύσκολα  πραγματοποιήσιμη κατάκτηση της νεώτερης Κριτικής θεωρίας, μέσα σε συνθήκες ιδεολογικής πλήρους κατάρρευσης, και συγχρόνως ως μια σταθερά που καθοδηγεί την κριτική σκέψη προς νέες θεωρητικοποιήσεις και επεξεργασίες: Θεωρία μικροδομών, νέα ανθρωπολογία και τέχνη, νέα μοντερνιτέ, συστηματική κριτική της  παγκοσμιοποίησης κ.α. Εξάλλου, για όσο συνεχίζουμε ακόμη την  έρευνα αυτή για την Κριτική θεωρία γενικότερα, διατηρείται πάντοτε και  η αντι-ιδεολογική διάσταση ως μια μόνιμη κατάσταση του κριτικού πνεύματος προς πάντοτε νέες και κριτικές θεωρητικοποιήσεις στην εποχή της μοναχικής ιδεολογικής ακόμη και πνευματικής ζωής. Ως μια συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για τη συνειδητή ριζοσπαστική στάση στις σύγχρονες απάνθρωπες ακόμη και αποτρόπαιες συνθήκες που ζούμε, με ιστορικές πάντοτε αναφορές που φθάνουν ακόμη μέχρι τον Όμηρο και τον Ησίοδο.

 

Αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις: Η σημασία της συνειδητοποίησης της ανάγκης ξεπεράσματος των αντιθέσεων της μοντερνιτέ. Όμως η τάση προς το ξεπέρασμα από το 1995 και εδώ που η παγκοσμιοποίηση έγινε κυρίαρχο σύστημα ατόνισε, εκφυλίστηκε. Στον ορίζοντα συσσωρεύονται όλο και περισσότερα προβλήματα, αλλά τα αδιέξοδα του συστήματος, αν και όλο και σοβαρότερα, έντεχνα αποκρύβονται από αυτό. Κυριαρχεί μια παγκόσμια ενιαία καταφατική – απολογητική του υπάρχοντος συστήματος σκέψη σε διάφορες παραλλαγές, χωρίς σοβαρές αμφισβητήσεις. Οι αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις που είχαν αναδειχθεί μέσα από τη μεταπολεμική γενικευμένη κρίση της συνείδησης έχουν και αυτές εκπνεύσει. Και ενώ η βασανιστική και σχετικά μακρόσυρτη διαδικασία επεξεργασίας του κειμένου μας αυτού το 1989-90 μας άνοιξε το δρόμο για μια συστηματικότερη και πάντοτε αντι-ιδεολογική κριτική θεωρητικοποίηση στη συνέχεια για την τέχνη, την κοινωνία, την αισθητική κ.τ.λ., όταν εμφανίστηκε η κρίση του 2008 έπρεπε να κάνουμε μια συστηματική ανασυγκρότηση του μοντέλου μας, του κριτικού μοντέλου γενικότερα. Το μοντέρνο σχέδιο, η μοντερνιτέ και η Avantgarde ως μια κατάσταση – αναφορά με αναβαθμιστικές, σύμφωνα με την έννοια του Γκράμσι, πολιτισμικές τουλάχιστον  πρακτικές, αντιμέτωπες πλέον με την έκρηξη των αντινομιών του συστήματος, έχασε τις αναφορές τους. Το ιστορικό και νεώτερο μοντέρνο σχέδιο, σε συνδυασμό με το ιστορικό και νεώτερο κίνημα είναι απόλυτη ανάγκη να ανασυγκροτηθούν εκ νέου, υπό την οπτική πάντοτε της αναγκαίας και επιβαλλόμενης περισσότερο σήμερα παρά ποτέ απελευθέρωσης δια της πράξης: Του ξεπεράσματος δια της ιστορικοκοινωνικής και συνάμα  πολιτισμικής ευρύτερα πράξης. Το ιστορικό αναγεννησιακό και στη συνέχεια το εξίσου ιστορικό ανθρωπιστικό σχέδιο μέσα από μια συστηματική ανασυγκρότηση είναι απόλυτη ανάγκη να ξαναζωντανεύσουν. Διαφορετικά η κοινωνία οδηγείται διεθνώς σε αυταρχισμούς και δεσποτισμούς πρωτόγνωρης βαρβαρότητας. Οι αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις που γνωρίσαμε μέχρι τώρα είναι πλέον ανίσχυρες να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση θεωρητικά και ιδεολογικά. Ούτε μια μόνο αμυντική στάση, στην οποία υποχρεωθήκαμε εμείς, εν είδη ενός παρατεταμένου γκραμσιανού πόλεμου  θέσεων είναι πλέον αρκετή. Η ανασυγκρότηση με όρους ιδεολογίας και ηγεμονίας πρέπει να είναι πλήρης. Μόνον έτσι θα ξεπεραστεί η κυρίαρχη παγκόσμια σύγχρονη «ολοκληρωμένη αλλοτρίωση», όπως ήθελε και ο Αντόρνο, ο μεγάλος, ο απόλυτος, ο ολικός κριτικός του συστήματος.

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ

*.  Το μόνο που ενδιέφερε το μανταρινάτο ήταν, με στυλ χωροφύλακα, (αφού κάποιοι από  τους υπηρέτες του είχαν αποκτήσει μια ψευτοθέση σε «υψηλό» σημείο και την ψευτοεπίφαση αναγνώρισης μιας ψευτοεπιστημονικότητας και έτσι την απόκτηση ενός ψευτοκύρους), η επιβεβαίωση της ψευτοθέσης του.

  

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.        Βλ. Β. Φιοραβάντες, Θεωρία πολιτισμού, Ψηφίδα, τ. Ι, σσ. 59-124.

2.        Εκδ. Παπαζήσης.

3.        Βλ. W. Benjamin, Passages, Cerf.

4.        Βλ. αποσπάσματα που έχουν δημοσιεύσει στα ελληνικά ο Στοχαστής, με τίτλους, Οι διανοούμενοι, Οργάνωση της κουλτούρας, Παρελθόν και παρόν, ο Οδυσσέας με τίτλο, Ιστορικός υλισμός, o Ηριδανός με τίτλο, Mακιαβέλι, και κυρίως ο Γκαλιμάρ, με τίτλο  Ecrits politiques (δύο ογκώδεις τόμοι).

5.        Εκδ. Οδυσσέας.

6.        Εκδ. Praxis.

7.        Εκδ. Ψηφίδα.

8.        Εκδ. Ζήτη.

9.        Εκδ. Αρμός.